λευκός
Μεταφράσεις
λευκός
(lef'kos) αρσενικόλευκή
(lef'ci) θηλυκόλευκό
(lef'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. πολύ άσπρος λευκά σεντόνια
2. που έχει λευκό δέρμα λευκή γυναίκα
3. ουδέτερος λευκή σημαία λευκή ψήφος
λευκός
αρσενικόλευκή
white, blankblancoأَبْيَضbílýhvidweißvalkoinenblancbijelibianco白い흰withvitbiałybrancoбелыйvitสีขาวbeyaztrắng白的לבן θηλυκόουσιαστικό
που ανήκει στη λευκή φυλή οι λευκοί και οι μαύροι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.