Λιγοστεύω - ορισμός του λιγοστεύω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%b9%ce%b3%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%b5%cf%8d%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.392.673.519
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λιγοστεύω
Μεταφράσεις
λιγοστεύω
decrease
diminuer
diminuire
(
liɣo'stevo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
μικραίνω κτ σε ποσότητα ή διάρκεια κ.λπ.
diminuer
Η απόσταση λιγοστεύει.
La distance diminue.
Τα τρόφιμα λιγοστεύουν.
La nourriture diminue.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λιβελλούγη
λιβελλούλη
λιβελούλα
Λιβερία
λιβεριανός
Λίβερπουλ
λιβιδινικός
λίβρα
λιβρέα
Λιβύη
λιβυκός
Λίβυος
λίγα
λιγάκι
λίγες
λίγη
Λίγηρας
λιγνή
λιγνίτη
λιγνίτης
λιγνό
λιγνός
λίγο
λίγο λίγο
Λίγο νερό ακόμα, παρακαλώ
Λίγο ψωμί ακόμα, παρακαλώ
λίγοι
λιγόλογος
λιγομίλητος
λίγος
λιγοστεύω
λιγοστή
λιγοστό
λιγοστός
λιγότερη
λιγότερο
λιγότερος
λιγούρα
λιγουρεύω
λιγούρης
λιγώνομαι
λιγώνω
λίθιο
λιθοβολώ
λιθογραφία
λιθογραφικός
λιθογράφος
λιθοδομή
λίθος
λιθοστρώνω
λιθόστρωτος
λιθόσφαιρα
Λιθουανία
λιθουανικά
λιθουανικός
Λιθουανός
λιθρίνι
λιθώνας
λικέρ
λικνίζομαι
λικνίζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close