Λινό - ορισμός του λινό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%b9%ce%bd%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.664.570.417
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λινό
Μεταφράσεις
λινό
linen
,
flax
كَتّاْنُ
plátno
linned
Leinen
lino
pellava
lin
lan
lino
麻
리넨
linnen
lin
płótno
linho
льняная ткань
linne
ผ้าลินิน
keten
vải lanh
亚麻布
ουσιαστικό
ουδέτερο
ύφασμα από λινάρι
lin
αρσενικό
φούστα από λινό
une jupe de lin
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λίμα
λίμα νυχιών
λιμανι
λιμάνι
λιμάρης
λιμάρω
λιμασμένος
λιμβουργιανή γλώσσα
λιμεναρχείο
λιμένας
λιμνάζω
λιμνάζων
λίμνη
Λίμνη της Γενεύης
λιμνοθάλασσα
λιμνούλα
Λιμνούπολη
λιμόζη
λιμοκτονία
λιμοκτονώ
λιμός
λιμουζίνα
λίμπιντο
Λιμπούσε
λίμπρα
λιμπρέτο
λινάρι
λινγκάλα
λινέλαιο
λινή
λινό
λινός
λινοτάπητας
Λίνουξ
λιντσάρισμα
λιντσάρω
λιονταράκι
λιοντάρι
λιονταρίνα
λιόπρινο
Λιουμπλιάνα
λιπαίνω
λιπαντικό
λιπαρή
λιπαρό
λιπαρός
λιπασμα
λίπασμα
λιπόθυμη
Λιποθύμησε
λιποθυμία
λιπόθυμο
λιπόθυμος
λιποθυμώ
λίπος
λιποτάκτης
λιποτακτώ
λιποταξία
λιποψυχώ
λιπώδης ιστός
λίρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close