Λιποψυχώ - ορισμός του λιποψυχώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%b9%cf%80%ce%bf%cf%88%cf%85%cf%87%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.656.785.871
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λιποψυχώ
Μεταφράσεις
λιποψυχώ
(
lipopsi'xo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
χάνω το κουράγιο μου
se décourager avoir la frousse
οικείο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λινέλαιο
λινή
λινό
λινός
λινοτάπητας
Λίνουξ
λιντσάρισμα
λιντσάρω
λιονταράκι
λιοντάρι
λιονταρίνα
λιόπρινο
Λιουμπλιάνα
λιπαίνω
λιπαντικό
λιπαρή
λιπαρό
λιπαρός
λιπασμα
λίπασμα
λιπόθυμη
Λιποθύμησε
λιποθυμία
λιπόθυμο
λιπόθυμος
λιποθυμώ
λίπος
λιποτάκτης
λιποτακτώ
λιποταξία
λιποψυχώ
λιπώδης ιστός
λίρα
λιρέτα
Λισαβόνα
Λισαβώνα
λίστα
λίστα αναμονής
λίστα επαφών αλληλογραφίας
λιτανεία
λιτή
λιτό
λιτός
λιτότητα
λίτρο
λιτταρίνη
λιχανός
λιχνίζω
λιχουδιά
Λιχτενστάιν
λιωμένη
λιωμένο
λιωμένος
λιώνω
λίωνω
λιώσιμο
ἀλληγορία
λοβός
λοβοτομή
λογαριάζω
λογαριασμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close