λογοθεραπευτής
(προωθήθηκε από λογοθεραπεύτρια)Μεταφράσεις
λογοθεραπευτής
(loɣoθerape'ftis) αρσενικόλογοθεραπεύτρια
(loɣoθera'peftria) θηλυκόουσιαστικό
που έχει σπουδάσει λογοθεραπεία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.