Λογοκρισία - ορισμός του λογοκρισία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%bf%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%83%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.393.012.169
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λογοκρισία
Μεταφράσεις
λογοκρισία
censorship
censure
censura
цензура
censura
censur
الرقابة
cenzura
censur
検閲
Zensur
เซ็นเซอร์
censuur
검열
censura
цензура
cenzura
(
loɣokri'sia
)
ουσιαστικό
θηλυκό
κρατική απαγορευτική επέμβαση
censure
θηλυκό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λογαριάζω
λογαριασμός
λογαριασμός τηλεφώνου
λογάριθμος
-λογία
λόγια
λογικεύομαι
λογική
λογικιστής
λογικό
λογικός
λόγιο
λόγιος
λογισμικό
λογισμός
λογιστήριο
λογιστής
λογιστικά
λογιστική
λογιστικό φύλλο
λογιστικός
λογίστρια
λογόγραμμα
λογοδοτώ
λογοθεραπεία
λογοθεραπευτής
λογοθεραπεύτρια
λόγοι
λογοκλοπή
λογοκρίνω
λογοκρισία
λογοκριτής
λογομαχία
λογομαχώ
λόγος
λογοτέχνες
λογοτέχνης
λογοτεχνία
λογοτέχνιδα
λογοτεχνική
λογοτεχνικό
λογοτεχνικός
λογότυπο
λογότυπος
λογοφέρνω
λόγχη
λογχοειδήσ
λογχοφόρος
λόγω
λοιδορία
λοιδορώ
λοιμώδης
λοίμωξη
λοιπά
λοιπόν
λοκ άουτ
λοκατζής
λόμπι
Λονδίνο
λοξά
λόξα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close