Λου- - ορισμός του λου- από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%ce%bf%cf%85-
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.941.822.932
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λου-
Μεταφράσεις
λου- λω ρίδα
(
lu- lo 'riða
)
ουσιαστικό
θηλυκό
1.
μακρύ κομμάτι ύφασμα ή δέρμα κ.λπ.
bande
θηλυκό
υφασμάτινη δερμάτινη λουρίδα
une bande de tissude cuir
2.
τμήμα δρόμου
bande voie
θηλυκό
λωρίδα κυκλοφορίας
une bande de circulation
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λοιδορώ
λοιμώδης
λοίμωξη
λοιπά
λοιπόν
λοκ άουτ
λοκατζής
λόμπι
Λονδίνο
λοξά
λόξα
λοξή
λόξιγκας
λοξό
λοξοδρομώ
λοξοκοιτάζω
λοξός
λοξότητα
λόξυγγας
λόξυγκας
λόρδος
λόρδωση
λοσιόν
λοσιόν για μαύρισμα
λοσιόν για μετά τον ήλιο
λοσιόν καθαρισμού
λοστός
λοστρόμος
λότα η ποταμία
λοταρία
λου-
λούβα
Λουδοβίκος
λούζομαι
λούζω
Λουιζιάνα
λουκάνικο
Λουκάς
λουκέτο
λούκι
Λουκιανός
Λούκιος
λουκουμάς
λουκούμι
λουλάκι
λουλουδάτη
λουλουδάτο
λουλουδάτος
λουλουδένια
λουλουδένιο
λουλουδένιος
λουλούδι
λουμπάγκο
λούνα παρκ
Λούντβιχ
λουξ
Λουξεμβουργιανά
Λουξεμβουργιανός
Λουξεμβούργο
λουράκι ρολογιού
λουρί
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close