Λυγερή - ορισμός του λυγερή από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%cf%85%ce%b3%ce%b5%cf%81%ce%ae
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.589.919.856
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λυγερός
(προωθήθηκε από
λυγερή
)
Μεταφράσεις
λυγερός
(
liʝe'ros
)
αρσενικό
λυγερή
(
liʝe'ri
)
θηλυκό
λυγερό
slender
(
liʝe'ro
)
ουδέτερο
επίθετο
ευλύγιστος, ψηλός και λεπτός
svelte élancé/-ée
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λουσάρω
λουσάτος
λούσιμο
λουστράρισμα
λουστράρω
λουστρίνι
λούστρο
λουτέτσιο
λουτήρας
λουτήτιο
λουτρά
λουτρό
λούτσα
λούτσος
λουφάζω
λουφάρω
λουφές
λοφάκι
λοφίο
λοφίσκος
λοφοπλαγιά
λόφος
λοφώδης
λοχαγός
λοχεία
λόχια
λοχίας
λόχμη
ΛΣΔ-25
λυγαριά
λυγερή
λυγερό
λυγερός
λυγίζω
λυγισμένη
λυγισμένο
λυγισμένος
λυγιστός
λυγμός
Λυγξ
λύκαινα
λυκάκι
λυκάνθρωπος
λύκειο
λυκίσκοι
λυκίσκος
λύκοι
λυκος
λύκος
λυκόσκυλο
λυκοτρίβολο
λυκόφως
λυκόψαρο
λύμα
λυμαίνομαι
λύματα
λυμένη
λυμένο
λυμένος
λύνομαι
λυντσάρω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close