Λυγισμένο - ορισμός του λυγισμένο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%cf%85%ce%b3%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.937.594.427
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λυγισμένος
(προωθήθηκε από
λυγισμένο
)
Μεταφράσεις
λυγισμένος
(
liʝi'zmenos
)
λυγισμένη
(
liʝi'zmeni
)
λυγισμένο
مُنْعَطِف
ohnutý
bøjet
gebeugt
bent
doblado
taipunut
tordu
savijen
piegato
曲がった
굽은
krom
bøyd
zgięty
dobrado
изогнутый
böjd
คดงอ
bükülmüş
cong
弯曲的
(
liʝi'zmeno
)
επίθετο
που έχει λυγίσει
plié/-ée fléchi/-ie
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λουστρίνι
λούστρο
λουτέτσιο
λουτήρας
λουτήτιο
λουτρά
λουτρό
λούτσα
λούτσος
λουφάζω
λουφάρω
λουφές
λοφάκι
λοφίο
λοφίσκος
λοφοπλαγιά
λόφος
λοφώδης
λοχαγός
λοχεία
λόχια
λοχίας
λόχμη
ΛΣΔ-25
λυγαριά
λυγερή
λυγερό
λυγερός
λυγίζω
λυγισμένη
λυγισμένο
λυγισμένος
λυγιστός
λυγμός
Λυγξ
λύκαινα
λυκάκι
λυκάνθρωπος
λύκειο
λυκίσκοι
λυκίσκος
λύκοι
λυκος
λύκος
λυκόσκυλο
λυκοτρίβολο
λυκόφως
λυκόψαρο
λύμα
λυμαίνομαι
λύματα
λυμένη
λυμένο
λυμένος
λύνομαι
λυντσάρω
λύνω
λυόμενο
Λυόν
λυπάμαι
Λυπάμαι πολύ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close