λου-
(προωθήθηκε από λω)Μεταφράσεις
λου- λω ρίδα
( lu- lo 'riða)ουσιαστικό θηλυκό
1. μακρύ κομμάτι ύφασμα ή δέρμα κ.λπ. υφασμάτινη δερμάτινη λουρίδα
2. τμήμα δρόμου λωρίδα κυκλοφορίας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.