Λωποδύτης - ορισμός του λωποδύτης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bb%cf%89%cf%80%ce%bf%ce%b4%cf%8d%cf%84%ce%b7%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.274.511
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
λωποδύτης
Μεταφράσεις
λωποδύτης
(
lopo'ðitis
)
ουσιαστικό
αρσενικό
κλέφτης, απατεώνας
escroc
αρσενικό
pickpocket
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λυπηρός
λύπηση
λυπητερή
λυπητερό
λυπητερός
λυπώ
λύρα
λυρικός
λυροπετεινός
λυσεργικό οξύ
λύση
λυσίνη
λυσιτελής
λύσσα
λυσσαλέος
λυσσάω
λυσσομανώ
λυτή
λυτό
λυτός
λύτρα
λυτρώνομαι
λυτρώνω
λύτρωση
λυχνάρι
λυχνία
Λυών
λω
λώβα
λωλός
λωποδύτης
Λωραίνη
λωρένσιο
λωρεντσιο
λωρίδα
λωρίδα ποδηλάτων
λωρίδα της Γάζας
λώρος
λωτός
μ
μ.α.ώ.
μ.μ.
μ.Χ.
μα
Μαβ
μαγαζάτορας
μαγαζί
μαγαρίζω
μαγγάνιο
μαγγώνομαι
μαγγώνω
μαγεία
μάγειρας
μαγειρείο
μαγείρεμα
μαγειρευτή
μαγειρευτό
μαγειρευτός
μαγειρεύω
μαγειρική
μαγειρικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close