Μάγουλο - ορισμός του μάγουλο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%ac%ce%b3%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.933.567.719
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μάγουλο
Μεταφράσεις
μάγουλο
Backe
,
Wange
cheek
joue
خَدّ
tvář
kind
mejilla
poski
obraz
guancia
ほお
뺨
wang
kinn
policzek
bochecha
щека
kind
แก้ม
yanak
má
脸颊
לחי
(
'maɣulo
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
το δεξιό ή αριστερό μέρος του προσώπου
joue
θηλυκό
Τη φίλησα στο μάγουλο.
Je l'ai embrassée sur la joue.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μάγια του Γιουκατάν
μαγική
μαγικό
μαγικός
μαγιό
μαγιονέζα
Μαγιόρκα
Μαγιότ
μάγισσα
μάγκο
μαγκούρα
μαγκούστα
μαγκώνω
μάγμα
Μαγνησιακός
μαγνήσιο
μαγνήτης
μαγνητίζω
μαγνητική
μαγνητική ταινία
μαγνητικό
μαγνητικός
μαγνητισμός
μαγνητίτης
μαγνητοταινία
μαγνητοϋδροδυναμική
μαγνητόφωνο
μαγνητοφωνώ
μάγος
μαγουλάδες
μάγουλο
μαγράβος
Μάγχη
Μαδαγασκάρη
μαδάω
Μαδρίτη
μαδώ
μαέστρος
μάζα
μάζεμα
μαζεμένος
μάζες
μαζεύομαι
μαζεύω
μαζι
μαζί
μαζική
μαζικό
μαζικός
μαζούρκα
μαζούτ
μαζοχισμός
μαζοχιστής
Μάης
μαθαίνω
μάθημα
μάθημα οδήγησης
μαθηματικά
μαθηματική
μαθηματική οικονομική
μαθηματικό
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close