Μάθημα οδήγησης - ορισμός του μάθημα οδήγησης από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%ac%ce%b8%ce%b7%ce%bc%ce%b1+%ce%bf%ce%b4%ce%ae%ce%b3%ce%b7%cf%83%ce%b7%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.665.784.327
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μάθημα οδήγησης
Μεταφράσεις
μάθημα οδήγησης
دَرْسُ القِيَادَة
μάθημα οδήγησης
cvičná jízda
μάθημα οδήγησης
køretime
μάθημα οδήγησης
Fahrstunde
μάθημα οδήγησης
driving lesson
μάθημα οδήγησης
clase de conducción
,
clase de conducir
μάθημα οδήγησης
ajotunti
μάθημα οδήγησης
cours de conduite
μάθημα οδήγησης
sati vožnje
μάθημα οδήγησης
lezione di guida
μάθημα οδήγησης
自動車教習
μάθημα οδήγησης
운전 교습
μάθημα οδήγησης
rijles
μάθημα οδήγησης
kjøretime
μάθημα οδήγησης
lekcja jazdy
μάθημα οδήγησης
aula de condução
,
aula de direção
μάθημα οδήγησης
урок вождения
μάθημα οδήγησης
körlektion
μάθημα οδήγησης
บทเรียนสอนขับรถ
μάθημα οδήγησης
direksiyon dersi
μάθημα οδήγησης
lớp dạy lái xe
μάθημα οδήγησης
驾驶课
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μαγνητόφωνο
μαγνητοφωνώ
μάγος
μαγουλάδες
μάγουλο
μαγράβος
Μάγχη
Μαδαγασκάρη
μαδάω
Μαδρίτη
μαδώ
μαέστρος
μάζα
μάζεμα
μαζεμένος
μάζες
μαζεύομαι
μαζεύω
μαζι
μαζί
μαζική
μαζικό
μαζικός
μαζούρκα
μαζούτ
μαζοχισμός
μαζοχιστής
Μάης
μαθαίνω
μάθημα
μάθημα οδήγησης
μαθηματικά
μαθηματική
μαθηματική οικονομική
μαθηματικό
μαθηματικός
μαθηματικός τύπος
μαθημένη
μαθημένο
μαθημένος
μάθηση
μαθητεία
μαθητές σχολείου
μαθητευόμενη
μαθητευόμενο
μαθητευόμενος
μαθητής
μαθητής στρατιωτικής σχολής
μαθητής σχολείου
μαθήτρια
μαθήτρια σχολείου
μαία
μαίανδρος
μαιευτήρας
μαιευτήριο
μαιευτική
μαιευτικός θάνατος
μαικήνας
μαϊμού
μαίνομαι
μαινόμενος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close