Μέντιουμ - ορισμός του μέντιουμ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%ad%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%bf%cf%85%ce%bc
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.387.434.504
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μέντιουμ
Μεταφράσεις
μέντιουμ
medium
médium
(
'mendium
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
άκλητο (ουσιαστικό – επίθετο)
πρόσωπο που λέει το μέλλον
medium
αρσενικό
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μέλος συμβουλίου
μελόχρουν
Μελπομένη
μελτέμι
μελωδία
μελωδική
μελωδικό
μελωδικός
μεμβράνη
μεμβρανώδης
μεμιάς
μεμονωμένη
μεμονωμένο
μεμονωμένος
μεμπτός
μέμφομαι
μέμψη
μεμψίμοιρος
μεμψιμοιρώ
μεν
μενεξές
μένος
μενού
μενουέτο
Μένουμε ...
μέντα
μενταγιόν
μεντελέβιο
μεντελεγέβιο
μεντεσές
μέντιουμ
μέντορας
μένω
Μένω ...
Μένω σε ξενοδοχείο
μένω σπίτι
μεξικανικός
Μεξικανός
Μεξικό
μέρα
μεράκι
μερακλής
μεραρχία
μέρες
μεριά
μερίδα
μερίδιο
μερικά
μερικές
μερική
μερικής απασχόλησης
μερικό
μερικοί
μερικός
μερικώς
μέριμνα
μερισθεμα
μέρισμα
μερμήγκι
Μεροβίνγκοι
μεροκάματο
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close