Μέσα σε - ορισμός του μέσα σε από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%ad%cf%83%ce%b1+%cf%83%ce%b5
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.933.274.363
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μέσα σε
Μεταφράσεις
μέσα σε
قِي
μέσα σε
do
μέσα σε
ind i
μέσα σε
hinein
μέσα σε
into
μέσα σε
en
μέσα σε
dans
μέσα σε
u
μέσα σε
in
μέσα σε
・・・の中へ
μέσα σε
...안으로
μέσα σε
in
μέσα σε
inn i
μέσα σε
do
μέσα σε
em um
,
no
μέσα σε
в
μέσα σε
in i
μέσα σε
เข้าไปข้างใน
μέσα σε
içeri
μέσα σε
vào trong
μέσα σε
进入
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μεραρχία
μέρες
μεριά
μερίδα
μερίδιο
μερικά
μερικές
μερική
μερικής απασχόλησης
μερικό
μερικοί
μερικός
μερικώς
μέριμνα
μερισθεμα
μέρισμα
μερμήγκι
Μεροβίνγκοι
μεροκάματο
μεροληπτικός
μεροληπτώ
μεροληψία
μερος
μέρος
μερσίνη
μερσίνι
μερτικό
μέσα
μέσα από
μέσα επικοινωνίας
μέσα σε
μεσάζοντας
μεσάζων
μεσαία
μεσαίας τάξης
μεσαίο
μεσαίος
μεσαίου μεγέθους
μεσαίωνας
μεσαιωνικός
μεσάνυχτα
μεσεγγύηση
μέση
Μέση Ανατολή
μεσήλικας
μεσημβριανός
μεσημβρινή
μεσημβρινό
μεσημβρινός
μεσημέρι
μεσημεριανή
μεσημεριανό
μεσημεριανός
μεσημεριάτικα
μεσήτρια
μεσιτεία
μεσίτης
μεσιτική
μεσιτικό
μεσιτικός
μεσκαλίνη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close