μαγειρευτός
(προωθήθηκε από μαγειρευτό)Μεταφράσεις
μαγειρευτός
(maʝire'ftos) αρσενικόμαγειρευτή
(maʝire'fti) θηλυκόμαγειρευτό
(maʝire'fto) ουδέτεροεπίθετο
που έχει μαγειρευτεί από πριν μαγειρευτά φαγητά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.