Μαγεύομαι - ορισμός του μαγεύομαι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%ce%b3%ce%b5%cf%8d%ce%bf%ce%bc%ce%b1%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.738.129.274
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μαγεύομαι
Μεταφράσεις
μαγεύομαι
(
ma'ʝevome
)
ρήμα
μεσοπαθητικό (ρήμα)
σαγηνεύομαι
être ensorcelé/-ée être envoûté/-ée
Μαγεύτηκε από την ομορφιά της.
Elle l'a fasciné par sa beauté. Sa beauté l'a envoûté.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
λωρίδα
λωρίδα ποδηλάτων
λωρίδα της Γάζας
λώρος
λωτός
μ
μ.α.ώ.
μ.μ.
μ.Χ.
μα
Μαβ
μαγαζάτορας
μαγαζί
μαγαρίζω
μαγγάνιο
μαγγώνομαι
μαγγώνω
μαγεία
μάγειρας
μαγειρείο
μαγείρεμα
μαγειρευτή
μαγειρευτό
μαγειρευτός
μαγειρεύω
μαγειρική
μαγειρικό
μαγειρικός
μαγείρισσα
μαγεμένος
μαγεύομαι
μαγευτική
μαγευτικό
μαγευτικός
μαγεύω
μαγιά
μάγια
μάγια του Γιουκατάν
μαγική
μαγικό
μαγικός
μαγιό
μαγιονέζα
Μαγιόρκα
Μαγιότ
μάγισσα
μάγκο
μαγκούρα
μαγκούστα
μαγκώνω
μάγμα
Μαγνησιακός
μαγνήσιο
μαγνήτης
μαγνητίζω
μαγνητική
μαγνητική ταινία
μαγνητικό
μαγνητικός
μαγνητισμός
μαγνητίτης
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close