Μαθημένο - ορισμός του μαθημένο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.941.251.845
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μαθημένος
(προωθήθηκε από
μαθημένο
)
Μεταφράσεις
μαθημένος
(
maθi'menos
)
αρσενικό
μαθημένη
(
maθi'meni
)
θηλυκό
μαθημένο
accustomed
,
familiar
(
maθi'meno
)
ουδέτερο
επίθετο
συνηθισμένος
habitué/-ée
είμαι μαθημένος στη σκληρή δουλειά
être habitué au travail dur
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μαδάω
Μαδρίτη
μαδώ
μαέστρος
μάζα
μάζεμα
μαζεμένος
μάζες
μαζεύομαι
μαζεύω
μαζι
μαζί
μαζική
μαζικό
μαζικός
μαζούρκα
μαζούτ
μαζοχισμός
μαζοχιστής
Μάης
μαθαίνω
μάθημα
μάθημα οδήγησης
μαθηματικά
μαθηματική
μαθηματική οικονομική
μαθηματικό
μαθηματικός
μαθηματικός τύπος
μαθημένη
μαθημένο
μαθημένος
μάθηση
μαθητεία
μαθητές σχολείου
μαθητευόμενη
μαθητευόμενο
μαθητευόμενος
μαθητής
μαθητής στρατιωτικής σχολής
μαθητής σχολείου
μαθήτρια
μαθήτρια σχολείου
μαία
μαίανδρος
μαιευτήρας
μαιευτήριο
μαιευτική
μαιευτικός θάνατος
μαικήνας
μαϊμού
μαίνομαι
μαινόμενος
μαϊντανός
Μάιος
Μάϊος
μακάβρια
μακάβριο
μακάβριος
μακάρι
μακάριος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close