μακροπρόθεσμος
(προωθήθηκε από μακροπρόθεσμο)Μεταφράσεις
μακροπρόθεσμος
(makro'proθesmos) αρσενικόμακροπρόθεσμη
(makro'proθesmi) θηλυκόμακροπρόθεσμο
long-termà long terme长期長期장기 (makro'proθesmo) ουδέτεροεπίθετο
που πρόκειται να γίνει στο μέλλον μακροπρόθεσμα σχέδια
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.