Μακροσκελής - ορισμός του μακροσκελής από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%ce%ba%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%ba%ce%b5%ce%bb%ce%ae%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.391.969.448
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μακροσκελής
Μεταφράσεις
μακροσκελής
(
makrosce'lis
)
αρσενικό-θηλυκό
μακροσκελές
lengthy
긴
длинный
dlouhý
長い
pitkä
largo
lång
lang
lungo
дълъг
ארוך
long
(
makrosce'les
)
ουδέτερο
επίθετο
μακρύς
long
;
longue
μακροσκελές γράμμα
une longue lettre
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μακιγιέζ
μακιγιέρ
μακό
μακραίνω
μακριά
μακριά από
μακριά κάλτσα
μακρινά
μακρινή
μακρινό
μακρινός
μακροβιότητα
μακροβιοτική
μακροβούτι
μακροεντολή
μακροζωία
μακροζωϊα
μακροζωΐα
μακροθυμία
μακρόθυμος
μακρόκοσμος
μακροοικονομία
μακροοικονομικός
μακροπρόθεσμα
μακροπρόθεσμη
μακροπρόθεσμο
μακροπρόθεσμος
μακρός
μάκρος
μακροσκελές
μακροσκελής
μακρόστενη
μακρόστενο
μακρόστενος
μακρόσυρτος
μακροφάγο
μακροχρόνια
μακροχρόνιο
μακροχρόνιος
μακρύ
μακρυά
μακρύς
μακρύτατα
μακρύτερα
μακρύτερος
μαλαγάνα
μαλαγάνας
μαλαγιάλαμ
μαλαγιαλαμικά
μαλάζω
μαλαϊκά
μαλαϊκός
Μαλαισία
Μαλαισιανός
μαλακά
μαλάκας
μαλακή
μαλακιά
μαλάκια
μαλακίες
μαλακίζομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close