μακρύς
(προωθήθηκε από μακρύ)Μεταφράσεις
μακρύς
(ma'kris) αρσενικόμακριά
(makri'a) θηλυκόμακρύ
longlong長いطَوِيل, طَوِيِلٌdlouhýlanglang, langelargopitkädugačaklungo긴langlangdługilongoдлинныйlångนาน, ยาวuzundài长的дълъгארוך (ma'kri) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει μεγάλο μήκος μακρύ φουστάνι μακριά μαλλιά
2. μεγάλης απόστασης μακρύς δρόμος
3. μεγάλης διάρκειας μακρύ διάστημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.