μαλακώνω
Μεταφράσεις
μαλακώνω
(mala'kono)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
1. κάνω κτ να γίνει πιο μαλακό ένα υγρό που μαλακώνει τα ρούχα
2. ανακουφίζω ένα σιρόπι που μαλακώνει το λαιμό
μαλακώνω
softenapaiserρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. γίνομαι πιο μαλακός Το δέρμα μου μαλάκωσε.
2. ηρεμώ Το χαμόγελό της τον μαλάκωσε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.