Μαμά - ορισμός του μαμά από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%ce%bc%ce%ac
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.450.433
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μαμά
Μεταφράσεις
μαμά
Mutti
mummy
,
mom
,
mum
,
mommy
maman
anyuka
mama
mamãe
,
mamã
мамочка
,
мама
mamma
مَامَا
máma
mor
mamá
äiti
mama
mamma
ママ
엄마
mam
mamma
แม่
anne
mẹ
妈妈
媽媽
אמא
(
ma'ma
)
ουσιαστικό
θηλυκό
οικείο
η μητέρα
maman
θηλυκό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
Μαλαχίας
μαλαχίτης
μαλγασικά
Μαλδίβες
μαλθακά
μαλθακή
μαλθακό
μαλθακός
Μαλί
Μάλι
μάλιστα
μάλλαξη
μαλλί
μαλλί της γριάς
μαλλιά
μαλλιαρή
μαλλιαρό
μαλλιαρός
μάλλιασμα
μάλλινα είδη
μάλλινη
μάλλινο
μάλλινος
μάλλον
Μάλτα
Μαλτεζικά
μαλτέζικα
μαλτέζικος
Μαλτέζος
μαλώνω
μαμά
μαμάκα
μαμή
μαμμωνάς
μαμόθρεφτος
μαμούδι
μαμούθ
μάνα
μανάβης
μανάβικο
μανάβισσα
Μανάμα
μάνατζερ
μανάτος
μάνγκο
μανδαρινέα
μανδαρινόπαπια
μανδαρίνος
μανδραγόρας
μανδύας
μανεκέν
μανία
-μανία
μανιακή
μανιακό
μανιακός
μανιασμένη
μανιασμένο
μανιασμένος
μανιβέλα
μανιερισμός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close