Μαμάκα - ορισμός του μαμάκα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%ce%bc%ce%ac%ce%ba%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.654.598.457
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μαμάκα
Μεταφράσεις
μαμάκα
مَامَا
μαμάκα
maminka
μαμάκα
mor
μαμάκα
Mami
μαμάκα
mommy
,
mummy
μαμάκα
mami
μαμάκα
äiskä
μαμάκα
maman
μαμάκα
mamica
μαμάκα
mamma
μαμάκα
ママ
μαμάκα
엄마
μαμάκα
mama
μαμάκα
mamma
μαμάκα
mamusia
μαμάκα
mamã
,
mamãe
μαμάκα
мама
μαμάκα
mamma
μαμάκα
แม่
μαμάκα
anneciğim
μαμάκα
mẹ
μαμάκα
妈咪
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μαλαχίτης
μαλγασικά
Μαλδίβες
μαλθακά
μαλθακή
μαλθακό
μαλθακός
Μαλί
Μάλι
μάλιστα
μάλλαξη
μαλλί
μαλλί της γριάς
μαλλιά
μαλλιαρή
μαλλιαρό
μαλλιαρός
μάλλιασμα
μάλλινα είδη
μάλλινη
μάλλινο
μάλλινος
μάλλον
Μάλτα
Μαλτεζικά
μαλτέζικα
μαλτέζικος
Μαλτέζος
μαλώνω
μαμά
μαμάκα
μαμή
μαμμωνάς
μαμόθρεφτος
μαμούδι
μαμούθ
μάνα
μανάβης
μανάβικο
μανάβισσα
Μανάμα
μάνατζερ
μανάτος
μάνγκο
μανδαρινέα
μανδαρινόπαπια
μανδαρίνος
μανδραγόρας
μανδύας
μανεκέν
μανία
-μανία
μανιακή
μανιακό
μανιακός
μανιασμένη
μανιασμένο
μανιασμένος
μανιβέλα
μανιερισμός
μάνικα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close