Μασκοφόρα - ορισμός του μασκοφόρα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%86%cf%8c%cf%81%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.234.233
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μασκοφόρος
(προωθήθηκε από
μασκοφόρα
)
Μεταφράσεις
μασκοφόρος
(
masko'foros
)
μασκοφόρα
(
masko'fora
)
μασκοφόρο
(
masko'foro
)
επίθετο
που φοράει μάσκα
masqué/-ée
μασκοφόρος άντρας
un homme masqué
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μαρσάρω
μάρσιπος
μαρσιποφόρο
Μάρτης
μαρτιάτικος
Μαρτινίκα
Μάρτιος
μάρτυρας
Μάρτυρας του Ιεχωβά
μαρτυράω
Μάρτυρες του Ιεχωβά
μαρτυρία
μαρτυρική
μαρτυρικό
μαρτυρικός
μαρτύριο
μαρτυρώ
μάρτυς
μας
μάσα
μασάζ
μασάω
μασέζ
μασέλα
μάσηση
μάσκα
μάσκαρα
μασκαράς
μασκαράτα
μασκαρεύομαι
μασκοφόρα
μασκοφορεμένος
μασκοφόρο
μασκοφόρος
μασονία
μασονικός
μασόνος
μασουλάω
Μασσαλία
μαστíχa
μαστάρι
μάστιγα
μαστίγιο
μαστιγώνω
μαστίζω
μαστίτιδα
μαστίχα
μαστιχιά
μάστορας
μαστόρεμα
μαστορεύω
μαστοριά
μαστός
μαστουρωμένος
μαστροπεία
μαστροπός
μασχάλη
μασχάλι
μασώ
ματ
μάταια
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close