Μασώ - ορισμός του μασώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%cf%83%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.652.150.954
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μασώ
Μεταφράσεις
μασώ
chew
μασώ
mâcher
μασώ
يَـمْضُغُ
μασώ
žvýkat
μασώ
tygge
μασώ
kauen
μασώ
masticar
μασώ
pureskella
μασώ
žvakati
μασώ
masticare
μασώ
噛む
μασώ
씹다
μασώ
kauwen
μασώ
tygge
μασώ
przeżuć
μασώ
mastigar
μασώ
жевать
μασώ
tugga
μασώ
เคี้ยว
μασώ
çiğnemek
μασώ
nhai
μασώ
嚼
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μασκαράτα
μασκαρεύομαι
μασκοφόρα
μασκοφορεμένος
μασκοφόρο
μασκοφόρος
μασονία
μασονικός
μασόνος
μασουλάω
Μασσαλία
μαστíχa
μαστάρι
μάστιγα
μαστίγιο
μαστιγώνω
μαστίζω
μαστίτιδα
μαστίχα
μαστιχιά
μάστορας
μαστόρεμα
μαστορεύω
μαστοριά
μαστός
μαστουρωμένος
μαστροπεία
μαστροπός
μασχάλη
μασχάλι
μασώ
ματ
μάταια
μάταιη
μάταιο
ματαιόδοξη
ματαιοδοξία
ματαιόδοξο
ματαιόδοξος
μάταιος
ματαιόσχολος
ματαιότητα
ματαιώνω
ματαίωση
ματάκιας
Μάτζικα Ντε Σπέλ
ματζουράνα
μάτην
Ματθαίος
μάτι
ματιά
ματμαζέλ
ματογυάλια
ματοπολτός
ματοσαλάτα
ματοτσίνορo
ματοχυμός
ματς
μάτσο
ματσόλα
ματωμένη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close