ντο-
(προωθήθηκε από ματοχυμός)Μεταφράσεις
ντο- το ματοπολτός
( do- tο matopol'tos)ουσιαστικό αρσενικό
πολτός από τομάτα
ντο- το ματοσαλάτα
( do- tο matosa'lata)ουσιαστικό
σαλάτα με ωμές ντομάτες
ντο- το ματοχυμός
( do- tο matoçi'mos)ουσιαστικό αρσενικό
χυμός από ντομάτα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.