μαυρίζω
Μεταφράσεις
μαυρίζω
(ma'vrizo)ρήμα μεταβατικό (ρήμα)
χρωματίζω με μαύρο μαυρίζω ένα χαρτί
μαυρίζω
blackbouler, bronzer, noircirbrown, tanρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. γίνομαι μαύρος Μαύρισαν τα χέρια μου.
2. σκουραίνει το δέρμα μου μαυρίζω στον ήλιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.