Μαύρο ψωμί - ορισμός του μαύρο ψωμί από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b1%cf%8d%cf%81%ce%bf+%cf%88%cf%89%ce%bc%ce%af
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.604.178.948
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μαύρο ψωμί
Μεταφράσεις
μαύρο ψωμί
خُبْز أَسْمَر
μαύρο ψωμί
celozrnné pečivo
μαύρο ψωμί
brunt brød
μαύρο ψωμί
Schwarzbrot
μαύρο ψωμί
brown bread
μαύρο ψωμί
pan integral
μαύρο ψωμί
tumma leipä
μαύρο ψωμί
pain complet
μαύρο ψωμί
crni kruh
μαύρο ψωμί
pane integrale
μαύρο ψωμί
黒パン
μαύρο ψωμί
흑빵
μαύρο ψωμί
bruinbrood
μαύρο ψωμί
grovbrød
μαύρο ψωμί
ciemny chleb
μαύρο ψωμί
pão integral
μαύρο ψωμί
отрубной хлеб
μαύρο ψωμί
fullkornsbröd
μαύρο ψωμί
ขนมปังสีน้ำตาล
μαύρο ψωμί
esmer ekmek
μαύρο ψωμί
bánh mì nâu
μαύρο ψωμί
黑面包
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ματοπολτός
ματοσαλάτα
ματοτσίνορo
ματοχυμός
ματς
μάτσο
ματσόλα
ματωμένη
ματωμένο
ματωμένος
ματώνω
μαυλίζω
μαύλισμα
μαυράκι
μαύρη
Μαύρη Θάλασσα
μαύρη πανώλη
μαύρη τρύπα
μάυρη τρύπα
μαυρίζω
Μαυρίκιος
μαυρίλα
μαύρισμα
μαύρισμα από τον ήλιο
μαυρισμένη
μαυρισμένο
μαυρισμένος
Μαυριτανία
μαύρο
Μαύρο Φάντασμα
μαύρο ψωμί
μαυρόασπρη
μαυρόασπρο
μαυρόασπρος
Μαυροβούνιο
μαυρογιαλούρος
μαυροπελαργός
μαυροπίνακας
μαύρος
μαυροτσικλιτάρα
μαυρόχωμα
μαυσωλείο
μαφία
μαχαίρι
μαχαιριά
μαχαίρια
μαχαιροπήρουνα
μαχαιροπίρουνo
μαχαιροπίρουνα
μαχαιρώνω
μαχαλάς
μάχη
μαχητής
μαχητική
μαχητικό
μαχητικός
μαχητικότητα
μαχήτρια
μαχμουρλής
μάχομαι
Ἀμβέρσα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close