μεθυστικός
(προωθήθηκε από μεθυστικό)Μεταφράσεις
μεθυστικός
(meθisti'kos) αρσενικόμεθυστική
(meθisti'ci) θηλυκόμεθυστικό
enivrant (meθisti'ko) ουδέτεροεπίθετο
μαγευτικός μεθυστικό άρωμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.