μεικτός
(προωθήθηκε από μεικτό)Μεταφράσεις
μεικτός
(mi'ktos) αρσενικόμεικτή
(mi'kti) θηλυκόμεικτό
(mi'kto) ουδέτεροεπίθετο
που είναι το αποτέλεσμα συνδυασμού
με κορίτσια και αγόρια
με ανθρώπους διαφορετικής φυλής
μισθός με κρατήσεις
με κορίτσια και αγόρια
με ανθρώπους διαφορετικής φυλής
μισθός με κρατήσεις
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.