μειονεκτικός
(προωθήθηκε από μειονεκτική)Μεταφράσεις
μειονεκτικός
(mionekti'kos) αρσενικόμειονεκτική
(mionekti'ci) θηλυκόμειονεκτικό
(mionekti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που μειονεκτεί μειονεκτική θέση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.