Μειονεκτώ - ορισμός του μειονεκτώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b5%ce%b9%ce%bf%ce%bd%ce%b5%ce%ba%cf%84%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.366.926.226
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μειονεκτώ
Μεταφράσεις
μειονεκτώ
(
mione'kto
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
είμαι σε θέση αδυναμίας
être en état d'infériorité être inférieur/-ieure à
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μεθόριος
μεθυλένιο
μεθυλένιον
μεθύλιο
μεθύλιον
μεθύσι
μεθυσμένη
μεθυσμένο
μεθυσμένος
μέθυσος
μεθύστακας
μεθυστική
μεθυστικό
μεθυστικός
μεθώ
μείγμα
μειδιώ
μείζων
μεικτή
μεικτό
μεικτός
Μείνετε στο μονοπάτι
μείξη
μείον
μειονέκτημα
μειονεκτικά
μειονεκτική
μειονεκτικό
μειονεκτικός
μειονεκτικότητα
μειονεκτώ
μειονεξία
μειονότητα
μειονοτική γλώσσα
μειοψηφία
μειώνομαι
μειώνω
μειώνώ
μείωση
μείωση(η)
μειωτέος
μειωτικά
μειωτικός
Μέκκα
μελα
μελαγχολία
μελαγχολικά
μελαγχολική
μελαγχολικό
μελαγχολικός
μελαγχολώ
μελαμίνη
μελαμψή
μελαμψό
μελαμψός
μέλαν
μελάνη
μελανή οπή
μελάνι
μελανιά
μελανιάζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close