μελαγχολικός
(προωθήθηκε από μελαγχολικό)Μεταφράσεις
μελαγχολικός
(melaŋxoli'kos) αρσενικόμελαγχολική
(melaŋxoli'ci) θηλυκόμελαγχολικό
mélancoliquegloomy, glum (melaŋxoli'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που εμπνέει μελαγχολία μελαγχολική μουσική
2. με δείγματα μελαγχολίας μελαγχολική διάθεση