μελετηρός
(προωθήθηκε από μελετηρό)Μεταφράσεις
μελετηρός
(meleti'ros) αρσενικόμελετηρή
(meleti'ri) θηλυκόμελετηρό
(meleti'ro) ουδέτεροεπίθετο
που του αρέσει να μελετάει μελετηρός μαθητής
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.