μερικοί
Μεταφράσεις
μερικοί
(meri'ces) αρσενικό πληθυντικόςμερικές
(meri'ces) θηλυκόμερικά
(meri'ka) ουδέτεροεπίθετο πληθυντικός
κάποιοι μερικές φορές
μερικοί
einigefew, some, severalalgunos, variosquelques, plusieursعِدَّةněkolikmangeuseanekolikoparecchi数個몇몇verscheideneflerekilkumuitosдругойfleraมากกว่าสองbirkaçvài数个ουσιαστικό αρσενικό
κάποιοι Μερικοί δε συμφωνούν.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.