Μεροκάματο - ορισμός του μεροκάματο από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b5%cf%81%ce%bf%ce%ba%ce%ac%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%bf
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.739.690.782
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μεροκάματο
Μεταφράσεις
μεροκάματο
(
mero'kamato
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
οικείο
ημερομίσθιο
salaire
αρσενικό
journalier
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μέντιουμ
μέντορας
μένω
Μένω ...
Μένω σε ξενοδοχείο
μένω σπίτι
μεξικανικός
Μεξικανός
Μεξικό
μέρα
μεράκι
μερακλής
μεραρχία
μέρες
μεριά
μερίδα
μερίδιο
μερικά
μερικές
μερική
μερικής απασχόλησης
μερικό
μερικοί
μερικός
μερικώς
μέριμνα
μερισθεμα
μέρισμα
μερμήγκι
Μεροβίνγκοι
μεροκάματο
μεροληπτικός
μεροληπτώ
μεροληψία
μερος
μέρος
μερσίνη
μερσίνι
μερτικό
μέσα
μέσα από
μέσα επικοινωνίας
μέσα σε
μεσάζοντας
μεσάζων
μεσαία
μεσαίας τάξης
μεσαίο
μεσαίος
μεσαίου μεγέθους
Μεσαίωνας
μεσαιωνικός
μεσάνυχτα
μεσεγγύηση
μέση
Μέση Ανατολή
μεσήλικας
μεσημβριανός
μεσημβρινή
μεσημβρινό
μεσημβρινός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close