μεσημεριανός
(προωθήθηκε από μεσημεριανή)Μεταφράσεις
μεσημεριανός
(mesimerja'nos)μεσημεριανή
(mesimerja'ni) θηλυκόμεσημεριανό
(mesimerja'no) ουδέτεροεπίθετο
που γίνεται το μεσημέρι ο μεσημεριανός ήλιος o μεσημεριανός ύπνος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.