μεταξένιος
(προωθήθηκε από μεταξένιο)Μεταφράσεις
μεταξένιος
(meta'kseɲos) αρσενικόμεταξένια
(meta'kseɲa) θηλυκόμεταξένιο
(meta'kseɲo) ουδέτεροεπίθετο
μεταφορικά που μοιάζει με μετάξι μεταξένια μαλλιά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.