μεταφορικός
(προωθήθηκε από μεταφορική)Μεταφράσεις
μεταφορικός
(metafori'kos) αρσενικόμεταφορική
(metafori'ci) θηλυκόμεταφορικό
metaphoricalmétaphoriquemetafórico (metafori'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με μεταφορές ανθρώπων ή πραγμάτων μεταφορικά έξοδα
2. γλωσσολογία σχετικός με το σχήμα της μεταφοράς η μεταφορική σημασία μιας λέξης
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.