μεταφυσικός
(προωθήθηκε από μεταφυσικό)Μεταφράσεις
μεταφυσικός
(metafisi'kos) αρσενικόμεταφυσική
(metafisi'ci) θηλυκόμεταφυσικό
(metafisi'ko) ουδέτεροεπίθετο
μη αντιληπτός με τις αισθήσεις ή την εμπειρία μεταφυσικές ανησυχίες
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.