μετριοπαθής
(προωθήθηκε από μετριοπαθές)Αναζητήσεις σχετικές με μετριοπαθές: καθημερινή
Μεταφράσεις
μετριοπαθής
(metriopa'θis) αρσενικό-θηλυκόμετριοπαθές
modeste, modérémoderateمُعْتَدِلٌstřídmýmoderatmäßigmoderadomaltillinenumjerenmoderato適度の온건한gematigdmoderatumiarkowanymoderadoумеренныйblygsamมีความคิดไม่รุนแรงılımlıvừa phải适度的умерен (metriopa'θes) ουδέτεροεπίθετο
συγκρατημένος μετριοπαθής πολιτικήαντίδραση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.