μηχανοκίνητος
(προωθήθηκε από μηχανοκίνητη)Μεταφράσεις
μηχανοκίνητος
(mixano'cinitos) αρσενικόμηχανοκίνητη
(mixano'ciniti) θηλυκόμηχανοκίνητο
(mixano'cinito) ουδέτεροεπίθετο
που κινείται με μηχανή μηχανοκίνητη βάρκα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.