μικροαστικός
(προωθήθηκε από μικροαστικό)Μεταφράσεις
μικροαστικός
(mikroasti'kos) αρσενικόμικροαστική
(mikroasti'ci) θηλυκόμικροαστικό
(mikroasti'ko) ουδέτεροεπίθετο
σχετικός με τους μικροαστούς μικροαστική νοοτροπία μικροαστική τάξη
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.