Μικρούτσικος - ορισμός του μικρούτσικος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%bf%cf%8d%cf%84%cf%83%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.660.863.494
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μικρούτσικος
Μεταφράσεις
μικρούτσικος
ضَغِيرٌ جِدّاً
μικρούτσικος
drobný
μικρούτσικος
lillebitte
μικρούτσικος
winzig
μικρούτσικος
tiny
μικρούτσικος
diminuto
μικρούτσικος
pikkuruinen
μικρούτσικος
minuscule
μικρούτσικος
sićušan
μικρούτσικος
minuscolo
μικρούτσικος
小さな
μικρούτσικος
아주 작은
μικρούτσικος
uiterst klein
μικρούτσικος
knøttlite
μικρούτσικος
drobny
μικρούτσικος
pequeno
μικρούτσικος
крошечный
μικρούτσικος
mycket liten
μικρούτσικος
เล็กมาก
μικρούτσικος
ufak
μικρούτσικος
nhỏ xíu
μικρούτσικος
微小的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μικροβιολογία
μικροβιολογική
μικροβιολογικό
μικροβιολογικός
μικροβιολόγος
μικρογραφία
μικροεκμετάλλευση
μικροελεγκτής
μικροεπεξεργαστής
μικροϊδιοκτήτης
μικροκαμωμένη
μικροκαμωμένο
μικροκαμωμένος
μικρόκοσμος
μικρόν
Μικρονησία
μικροοικονομία
μικροοργανισμός
μικροποσότητα
μικροπρεπής
μικροπωλητής
μικρός
μικροσκοπικά
μικροσκοπική
μικροσκοπικό
μικροσκοπικός
μικροσκόπιο
Μικροσκόπιον
μικρότερος
μικροτσίπ
μικρούτσικος
μικροφίλμ
μικροφούντιο
μικρόφωνο
μικροχαρά
μικροχημικός
μικροψεκαστήρας
μικρόψυχος
μικτός
Μιλά κανείς Αγγλικά;
Μιλάνο
μιλάς αγγλικά;
Μιλάτε Αγγλικά;
μιλάω
μιλάω σε
μιλάω στον ενικό
μιλάω στον πληθυντικό
μίλησα
μίλι
μιλιά
μιλιέμαι
μιλιούνι
μιλιταριστής
μιλκσέικ
μιλλερίνης
Μιλτιάδης
μιλώ
Μιλώ ...
μιλώ δυνατά
Μιλώ ελάχιστα Αγγλικά
Μίμας
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close