μικρός
Μεταφράσεις
μικρός
(mi'kros) αρσενικόμικρή
(mi'kri) θηλυκόμικρό
kleinlittle, small, minor, slight, wee, youngpequeñoväikepiccoloparvuskleinmałypetit, jeunepequenoмаленькийصَغِير, صَغِيرٌmalýlillepienimalen小さい작은litenlitenเล็กküçüknhỏ, nhỏ bé小的קטן (mi'kro) ουδέτεροεπίθετο
1. περιορισμένος σε μέγεθος μικρό σπίτι
2. πολύ νέος μικρό παιδί Είσαι μικρός ακόμα.
3. ασήμαντος μικρό λάθος Μπροστά του νιώθω μικρός.