μισητός
(προωθήθηκε από μισητό)Μεταφράσεις
μισητός
(misi'tos)μισητή
(misi'ti) θηλυκόμισητό
(misi'to) ουδέτεροεπίθετο
που τον μισούν πολλοί μισητός καθηγητής γίνομαι μισητός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.