μισογεμάτος
(προωθήθηκε από μισογεμάτη)Μεταφράσεις
μισογεμάτος
(misoʝe'matos) αρσενικόμισογεμάτη
(misoʝe'mati) θηλυκόμισογεμάτο
(misoʝe'mato) ουδέτεροεπίθετο
που δεν είναι τελείως γεμάτος μισογεμάτο ποτήρι
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.