μοιραίος
(προωθήθηκε από μοιραίο)Μεταφράσεις
μοιραίος
(mi'reos) αρσενικόμοιραία
(mi'rea) θηλυκόμοιραίο
fatal, fateful, fated, deadlyمـُمِيتfatálnífataltödlichfatídicokohtalokasfatalkobanfatale致命的な치명적인fataaldødeligfatalnyfatalроковойdödligซึ่งทำให้ถึงตายölümcülchết người致命的 (mi'reo) ουδέτεροεπίθετο
1. αναπόφευκτος Ήταν μοιραίο να γίνει έτσι!
2. που φέρνει το θάνατο μοιραίο ατύχημα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.