Μολδαβικός - ορισμός του μολδαβικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%bc%ce%bf%ce%bb%ce%b4%ce%b1%ce%b2%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.600.267.316
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
μολδαβικός
Μεταφράσεις
μολδαβικός
مُولْدَافِيّ
μολδαβικός
moldavský
μολδαβικός
moldovansk
μολδαβικός
moldawisch
μολδαβικός
Moldovan
μολδαβικός
moldavo
μολδαβικός
moldovalainen
μολδαβικός
moldave
μολδαβικός
moldavski
μολδαβικός
moldavo
μολδαβικός
モルドバの
μολδαβικός
몰도바의
μολδαβικός
Moldavisch
μολδαβικός
moldovsk
μολδαβικός
mołdawski
μολδαβικός
moldávio
,
moldavo
μολδαβικός
молдавский
μολδαβικός
moldavisk
μολδαβικός
เกี่ยวกับมอลโดวา
μολδαβικός
Moldova
μολδαβικός
thuộc nước/người Moldova
μολδαβικός
摩尔多瓦的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
μόδι
μοδίστρα
μόδιστρος
Μοζαμβίκη
μοιάζω
μοιρά
μοίρα
μοιράζομαι
μοιράζω
μοιραία
μοιραίο
μοιραίος
μοιρογνωμόνιο
μοιρολατρία
μοιρολατρική
μοιρολατρικό
μοιρολατρικός
μοιρολογώ
μοιρολόι
μοιχαλίδα
μοιχεία
μοιχικός
μοιχός
μόκα
μοκασίνι
μοκέτα
μολ
μολάρω
μόλβη
Μολδαβία
μολδαβικός
Μολδαβός
μόλις
Μόλις έφτασα
μολονότι
μόλος
μολοσσός
μολότοφ
μολόχα
μολυβδαίνιο
μολυβδένιο
μόλυβδος
μολυβένια
μολυβένιο
μολυβένιος
μολυβής
μολύβι
μολύνομαι
μόλυνση
μολύνω
μολυσματικός
μολυσμένη
μολυσμένο
μολυσμένος
μομιοποίηση
μόμυλος
μομφή
μονάδα
μονάδα δίσκου
μονάδα εντατικής θεραπείας
μοναδιαίος
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close